-
1 закрытый
επ. από μτχ.1. κλεισμένος, κλειστός•дверь -ая на замок η πόρτα είναι κλειδωμένη•
-ая машина κλειστό αυτοκίνητο•
газета закрытыйая правительством εφημερίδα, κλεισυέμένη από την κυβέρνηση (που κλείστηκε από την κυβέρνηση)•
закрытый воротник κλειστός γιακάς•
-ые границы κλειστά σύνορα.
2. όχι, για όλους, για περιορισμένο αριθμό•-ое партийное собрание κλειστή κομματική συνέλευση.
3. κρυφός μη φανερός•-ая форма туберкулеза κλειστή μορφή φυματίωσης.
εκφρ.- ое голосование – μυστική ψηφοφορία•- ое письмо – κλειστό γράμμα•- ые туфли – κλειστά παπούτσια•-ое учебное заведение οικοτροφείο, εκπαιδευτήριο εσωτερικών μαθητών•в -ом помещении – σε κλειστό χώρο. -
2 закрытый
закры||тый1. прич. от закрыть·2. прил в разн. знач. κλειστός, κλεισμένος; \закрытыйтая машина τό κλειστό αὐτοκίνητο· \закрытыйтое платье τό κλειστό φόρεμα· \закрытыйтое заседание (собрание) ἡ κλειστή συνεδρίαση· \закрытыйтое письмо́ τό κλειστό γράμμά \закрытыйтое голосование ἡ μυστική ψηφοφορία· ◊ при \закрытыйтых дверях κεκλεισμένων τῶν θυρῶν с \закрытыйтыми глазами μέ κλειστά μάτια. -
3 грейфер
(грузозахватное приспособление) η αρπάγ/η, η δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грейфер
-
4 бассейн
бассейн м 1) (водоём) η στέρνα, η δεξαμενή· плавательный \бассейн η πισίνα; закрытый (открытый) \бассейн η κλειστή ( ανοιχτή) πισίνα 2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη* * *м1) ( водоём) η στέρνα, η δεξαμενήпла́вательный бассе́йн — η πισίνα
закры́тый (откры́тый) бассе́йн — η κλειστή (ανοιχτή) πισίνα
2) геогр. το λεκανοπέδιο, η λεκάνη